- επανορθώσιμος
- -η, -οπου μπορεί να επανορθωθεί, ο άξιος για επανόρθωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επανορθώσιμος — η, ο αυτός που επιδέχεται επανόρθωση, που μπορεί ή αξίζει να επανορθωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επανόρθωση + κατάλ. ιμος που δηλώνει δυνατότητα] … Dictionary of Greek
επανορθωτός — ή, ό [επανορθώνω] επανορθώσιμος … Dictionary of Greek